Μοναστηράκι (Δήμος Δράμας, Νομός Δράμας)
«ΑΡΑΠΗΔΕΣ» 6 Ιανουαρίου
Ο θίασος του δρώμενου, η «τσέτα», αποτελείται από τους «Αράπηδες», τις «Γκιλίγκες», τους «Παππούδες» και τους «Τσολιάδες». Οι Αράπηδες φορούν μαύρες φλοκωτές ποιμενικές κάπες, που καλύπτουν ολόκληρο το σώμα και εντυπωσιακές υψικόρυφες προσωπίδες από δέρματα αιγοπροβάτων. Στη μέση τους κρεμούν τρία μεγάλα κουδούνια, μπατάλια ή κυπριά (τσιάνουβε), τα οποία είναι αρμονικά συνταιριασμένα, ενώ στα χέρια τους κρατούν ένα μεγάλο ξύλινο σπαθί και ένα σακουλάκι στάχτη του Δωδεκαήμερου. Οι «Γκιλίγκες» (νύφες) είναι νέοι του χωριού ντυμένοι με τοπικές παραδοσιακές γυναικείες φορεσιές. Οι «Παππούδες» φορούν την παραδοσιακή γιορτινή ανδρική φορεσιά και οι «Τσολιάδες» φορούν φουστανέλα, πολύχρωμες μαντίλες στη πλάτη τους και στο κεφάλι μαύρη μαντίλα με κρόσσια, για κεφαλόδεσμο, που συμβόλιζε το πένθος για τη σκλαβωμένη πατρίδα. Παλαιότερα οι Τσολιάδες έβαφαν τα πρόσωπά τους μαύρα ή φορούσαν μάσκα για να μην αναγνωρίζονται από τον εχθρό. Οι Παππούδες και οι Τσολιάδες προστέθηκαν στην τσέτα σε κάποια μεταγενέστερη του εθίμου εποχή, οι πρώτοι για να τιμήσουν τις παλαιότερες γενιές και οι δεύτεροι την ελληνική ενδυμασία. Την τσέτα συνοδεύουν οργανοπαίκτες τοπικών παραδοσιακών μουσικών οργάνων, της μακεδονικής λύρας και του νταχαρέ.
Το απόγευμα της παραμονής των Θεοφανείων, 5 Ιανουαρίου, στήνεται γλέντι στο «Σπίτι του Αράπη» από όπου και ομάδα παιδιών ξεκινά και περιδιαβαίνει τους δρόμους του χωριού χτυπώντας τα κουδούνια των Αράπηδων, προαναγγέλλοντας έτσι το έθιμο της επόμενης ημέρας.
Ανήμερα των Θεοφανείων, 6 Ιανουαρίου, νωρίς το πρωί, η τσέτα μαζί με τους οργανοπαίκτες περιηγείται τα σπίτια του χωριού όπου με χορούς, τραγούδια, και κεράσματα ανταλλάσσουν ευχές. Το έθιμο κορυφώνεται με την εντυπωσιακή κατάληψη της πλατείας από τους Αράπηδες, με τον εκκωφαντικό ήχο των κουδουνιών. Έτσι ανοίγουν το δρόμο στα υπόλοιπα μέλη της τσέτας, με πρώτους τους Τσολιάδες που ακολουθούν χορεύοντας. Στη συνέχεια, στήνεται ο τρανός χορός στον οποίο συμμετέχουν οι κάτοικοι και οι επισκέπτες του χωριού. Κατά τη διάρκεια του χορού μια Γκιλίγκα πλησιάζει τον πρωτοχορευτή, του ρίχνει στον ώμο τη μαντίλα (τσέβρα) και εκείνος δίνει φιλοδώρημα για την τσέτα. Στα διαλείμματα εμφανίζονται δύο εύθυμοι μεταμφιεσμένοι, που παριστάνουν την αρκούδα και τον αρκουδιάρη, διασκεδάζοντας έτσι το κοινό.
Στο τέλος του δρώμενου, γίνεται αναπαράσταση του οργώματος και της σποράς. Ένας Τσολιάς «ζεύει» δύο Αράπηδες σε ένα ξύλινο άροτρο και «οργώνει» την πλατεία ενώ «σπέρνει» ένας παλιός γεωργός του χωριού. Η μίμηση της άροσης και της σποράς έχει αποτροπαϊκό και ευετηριακό χαρακτήρα και αποσκοπεί, έως τις μέρες μας, στη προστασία της κοινότητας από τις κακές δυνάμεις.
ΠΗΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΑ : Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας- Θράκης