ΣΟΧΟΣ «ΜΕΡΙΟΥ»

ΣΟΧΟΣ (Δήμος Λαγκαδά, Νομός Θεσσαλονίκης)

«ΜΕΡΙΟΥ» Σάββατο της Τυρινής-Καθαρά Δευτέρα

 

Οι κωδωνοφόροι του Σοχού ονομάζονται «Μέριου». Πρόκειται για παρέες μεταμφιεσμένων που περιφέρονται στους δρόμους του χωριού περπατώντας ρυθμικά, αναπηδώντας και σείοντας τα κουδούνια, ώστε να ξυπνήσουν τις βλαστικές δυνάμεις της φύσης. Είναι κυρίως άνδρες, αλλά σήμερα και αρκετές γυναίκες και παιδιά. Φορούν εσωτερικά φανέλο με «μανικέτια», δηλαδή, πλεκτές πολύχρωμες μπορντούρες στα μανίκια και λευκό πουκάμισο με διπλωμένα μανίκια για να φαίνονται τα μανικέτια. Στο παρελθόν οι γυναίκες προσπαθούσαν να κάνουν ιδιαίτερο το σχέδιο των μανικετιών, ώστε να αναγνωρίζει η κάθε μια στο πλήθος τον άντρα της. Κατόπιν, φορούν παντελόνι και πανωφόρι αμάνικο από δέρματα τράγων με μαύρο τρίχωμα, χοντρές μάλλινες κάλτσες και δερμάτινα τσαρούχια. Ένα υφαντό κόκκινο ζωνάρι που περνιέται χιαστί στους ώμους στηρίζει τα κουδούνια στο ύψος της μέσης. Στο στήθος βάζουν μια πλεκτή εσάρπα με έντονα χρώματα (κυρίως κόκκινο). Καλύπτουν το κεφάλι με το «καλπάκι», το οποίο αποτελείται από την προσωπίδα και την κεφαλοστολή. Κατασκευάζεται από μαύρο μάλλινο ύφασμα, το «σαγιάκι». Η προσωπίδα είναι διακοσμημένη με πολύχρωμες κυκλικές λεπτές ταινίες («σειρήτια») και τρίχες από ουρά αλόγου για μουστάκια. Στο μέτωπο φέρει έναν κεντημένο σταυρό. Το καλπάκι καταλήγει προς τα πάνω σε ψηλή κωνική κεφαλοστολή με πολύχρωμες κορδέλες χαρτιού και μια ουρά αλεπούς στην κορυφή. Στα χέρια οι μεταμφιεσμένοι κρατούν γκλίτσα και ένα μπουκάλι ούζο.

 

Τα κουδούνια είναι πέντε αποτελώντας μία «ντουζίνα»: ένα μεγάλο σφυρήλατο («μπατάλι») που δένεται στη μέση πίσω και τέσσερα χυτά («κυπριά») δύο πίσω και δύο μπροστά, σε σειρά μεγέθους από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο. Επιλέγονται με ιδιαίτερη προσοχή ώστε να είναι «συνταιριασμένα», να προκύπτει ένα αρμονικό σύνολο ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος των κυπριών και με το «μπάσο», όπως λένε, να κρατιέται από το μπατάλι. Κάθε πατέρας θεωρεί ηθική υποχρέωσή του να εξασφαλίσει για το γιο του μια καλή ντουζίνα. Μάλιστα, ντουζίνες βρίσκουμε ανάμεσα στα αντικείμενα που περιλαμβάνονται στις διαθήκες.

 

Το ντύσιμο του Μέριου γίνεται με τη βοήθεια λίγων προσφιλών προσώπων. Στο τέλος εύχονται υγεία και καλή σοδειά. Η μάνα, η γιαγιά ή η σύζυγος τον ραίνει με λίγο νερό από ένα μετάλλινο δοχείο και χύνοντας το υπόλοιπο κάτω του εύχεται «όπως τρέχει το νερό, έτσι, ελεύθερος να είναι και ο δρόμος» του, πρακτική που συνηθιζόταν στους αποχαιρετισμούς.

 

Μετά τα Θεοφάνεια αρχίζουν περιστασιακά να εμφανίζονται Μέριου στις γειτονιές. Καθολική είναι, όμως, η παρουσία τους τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου της Τυρινής και την Καθαρά Δευτέρα. Οι παρέες των μεταμφιεσμένων περνούν από τα σπίτια, μπαίνουν στα μαγαζιά και τις ταβέρνες, κερνούν τον κόσμο από το ποτό τους. Οι Μέριου συχνά σκύβουν το κεφάλι μπροστά, πλησιάζοντας την ουρά της κεφαλοστολής στο έδαφος, μιμική πράξη γονιμοποίησης της γης με σκοπό την καρποφόρα βλάστηση των καλλιεργειών τους. Η ουρά του άγριου ζώου είναι το «τρόπαιο» της τιθάσευσης της φύσης από τον άνθρωπο. Οι παρέες τραγουδούν ερωτικά άσματα, συνδεδεμένα με την τέλεση του δρώμενού τους, όπως το χαρακτηριστικό «Τι κακό έκανα ο καημένος». Κάθε τραγουδιστή στροφή εναλλάσσεται με δυνατό ταυτόχρονο χτύπημα των κουδουνιών, «εκτονώνοντας» με το δυνατό ήχο το παράπονο των στίχων.

 

Πέρα από τη μεταμφίεση των Μέριου, οι κάτοικοι του Σοχού, λίγες μέρες μετά το Δωδεκαήμερο, αρχίζουν να ντύνονται «αράπκες», δηλαδή, επινοούν μεταμφιέσεις που προκαλούν φόβο και γέλιο και κάνουν βραδινές επιδρομές σε σπίτια φίλων.
Το βράδυ του Σαββάτου της Τυρινής οι Σοχινοί ανάβουν σε τρεις γειτονιές τρεις μεγάλες φωτιές («ζάπους») για να διώξουν το κακό και τις ασθένειες με την καθαρτήρια δύναμη της τεράστιας φλόγας.
Την Κυριακή το πρωί τελείται εικονικός παραδοσιακός γάμος. Ακολουθείται όλο το τυπικό, από την προετοιμασία των μελλονύμφων έως το «στεφάνωμα» και το γαμήλιο γλέντι στην πλατεία με συμμετοχή των θεατών.
Την Καθαρά Δευτέρα, μετά τον εκκλησιασμό, τελείται το έθιμο της συγχώρεσης, «Προστάβανι». Οι μικρότεροι προσφέρουν ένα πορτοκάλι στους μεγαλύτερους –συνήθως επισκέπτονται το σπίτι του νονού ή νονάς- και τους φιλούν το χέρι για να ζητήσουν συγχώρεση για αμαρτήματα ή παραβλέψεις τους. Στο παρελθόν η προσφορά ενός καρπού σπάνιου και φερμένου από μακριά τιμούσε τα ηλικιωμένα πρόσωπα. Στην πλατεία του χωριού συγκεντρώνεται πλήθος, στο οποίο ανύπαντρα κορίτσια προσφέρουν πίτες. Στήνεται χορός με τη συνοδεία ζουρνάδων και νταουλιών. Το μεσημέρι γίνεται η πομπή των μεταμφιεσμένων: συμμετέχουν ομάδες με ποικίλες μεταμφιέσεις, όπως τα πρόσωπα παρωδίας γάμου και στην κορύφωση της πομπής οι Μέριου, που προχωρούν προς την κεντρική πλατεία σείοντας τα κουδούνια. Έτσι θορυβώδεις φθάνουν στην πλατεία, όπου επιτείνουν τον ήχο των κουδουνιών, εναλλάσσοντάς τον με αποκριάτικα ερωτικά τραγούδια.

 

Η τοπική παράδοση αποδίδει τα δρώμενα της κωδωνοφορίας των Μέριου στο θρύλο της πολιορκίας που υπέστη ο Άγιος Θεόδωρος και οι στρατιώτες του στην περιοχή και στο τέχνασμα που επινόησε να φορέσουν δέρματα αιγοπροβάτων για να διασπάσουν την πολιορκία. Εκεί αποδίδεται και το γεγονός ότι στο παρελθόν η τέλεση γινόταν την ημέρα της εορτής του Αγίου Θεοδώρου. Το δρώμενο περιλαμβάνεται στο ευρύτερο πλαίσιο των ευετηρικών τελετών, που γίνονταν από τους αγρότες και κτηνοτρόφους του παρελθόντος στη μεταβατική περίοδο από το χειμώνα στην εποχή της βλάστησης και της καρποφορίας με σκοπό την ενίσχυση των γονιμικών δυνάμεων της φύσης. Είναι βαθιά πεποίθηση των Σοχινών ότι η καλή τέλεση του δρώμενου ανοίγει το δρόμο για μια επιτυχημένη αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή.

 

ΠΗΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΑ : Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας- Θράκης

ΣΟΧΟΣ «ΜΕΡΙΟΥ»
ΣΟΧΟΣ «ΜΕΡΙΟΥ»
ΣΟΧΟΣ «ΜΕΡΙΟΥ»
ΣΟΧΟΣ «ΜΕΡΙΟΥ»
ΣΟΧΟΣ «ΜΕΡΙΟΥ»