ΒΩΛΑΚΑΣ (Δήμος Νευροκοπίου, Νομός Δράμας)
«ΧΑΡΑΠΙΑ» - «ΑΡΚΟΥΔΕΣ» 6-8 Ιανουαρίου
Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου, μετά τον αγιασμό των υδάτων, οι κάτοικοι του Βώλακα τελούν το έθιμο της «μπάρας». Ομάδες ανδρών τραγουδώντας με τη συνοδεία γκάιντας και νταχαρέδων (παραδοσιακών κρουστών) οδηγούν νεόνυμφους της περασμένης χρονιάς στη δεξαμενή όπου τελέστηκε ο αγιασμός και τους περνούν μέσα από το νερό, ώστε να ενισχυθεί η γονιμότητά τους και να ευλογηθούν οι απόγονοί τους, ως μελλοντικά μέλη της κοινότητας.
Τη νύχτα νέοι άνδρες μπαίνουν κρυφά σε σπίτια οικογενειών που έχουν κορίτσια της παντρειάς και κλέβουν αντικείμενα που βρίσκουν εύκαιρα, από εργαλεία έως απλωμένα ρούχα, τα οποία περιφρουρούν στην πλατεία μέχρι το ξημέρωμα. Το πρωί της 7ης Ιανουαρίου γίνεται παρωδία πλειστηριασμού, στον οποίο οι κάτοχοι των αντικειμένων τα επανακτούν δίνοντας ένα χρηματικό ποσό για το ταμείο της εκκλησίας. Διακρίνεται ο γονιμικός χαρακτήρας του εθίμου, καθώς το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις γυναίκες σε ηλικία γάμου.
Το πρωί της 7ης Ιανουαρίου τα «χαράπια» ή «αράπηδες» αρχίζουν να μεταμφιέζονται: Φορούν καφέ υφαντή κάπα, στην πλάτη δημιουργούν καμπούρα με άχυρα, καλύπτουν το σβέρκο με προβιά από αιγοπρόβατα και βάφουν με καπνιά μαύρο όλο το πρόσωπο και τα χέρια. Στα πόδια φορούν γουρουνοτσάρουχα και κάλτσες από λευκό χοντρό ύφασμα. Στη μέση δένουν δύο σφυρήλατα μεγάλα κουδούνια μπροστά («μπατάλια») και τέσσερα χυτά πίσω («τσάνβε») με προσοχή συνταιριασμένα για να προκαλούν αρμονικό ήχο. Ανάμεσα στα δυο μπατάλια κρεμούν ένα χοντρό ξύλινο ρόπαλο δημιουργώντας την εντύπωση των ανδρικών γεννητικών οργάνων. Στα χέρια κρατούν ξύλινο σπαθί ή μαγκούρα με διχάλα στη λαβή, πάνω στην οποία στηρίζονται σκυφτοί και σείουν τα κουδούνια με πλάγιες κινήσεις, επιδιώκοντας να αποτρέψουν το κακό. Το μεσημέρι βγαίνουν στους δρόμους του χωριού κατά ομάδες και καταλήγουν στην πλατεία. Στις ομάδες των χαραπιών ανήκουν, επίσης, οι «τσαούσηδες», άνδρες με ανδρική τοπική παραδοσιακή ενδυμασία που κρατούν μια λευκή πετσέτα και οι νύφες («νυβάστες»), άνδρες με γυναικεία τοπική παραδοσιακή ενδυμασία. Κάθε νύφη έχει ως προστάτη της τον τσαούση, ο οποίος σπεύδει να τη σώσει, όταν κάποιος από τους θεατές επιχειρήσει να την κλέψει. Τον συλλαμβάνει περνώντας την πετσέτα στο λαιμό του, τα χαράπια αναστατώνονται προκαλώντας τον ήχο των κουδουνιών και τον ακινητοποιούν βάζοντας τη διχάλα της μαγκούρας τους στο λαιμό του. Η προστασία της «νύφης» από τις ζωόμορφες φιγούρες με τα φαλλικά σύμβολα αποτυπώνει τελετουργικά την αγωνία του προνεωτερικού ανθρώπου να προστατέψει, να ελέγξει και να ενισχύσει τις φυσικές γονιμικές δυνάμεις
Στην ενίσχυση αυτών των δυνάμεων αποσκοπούσε με μαγικο-τελετουργικό τρόπο και η αναπαράσταση τοπικού παραδοσιακού γάμου που γίνεται την επόμενη μέρα, στις 8 Ιανουαρίου. Τραγουδώντας τα παραδοσιακά τοπικά πολυφωνικά τραγούδια του γάμου οι τελεστές ακολουθούν όλο το τυπικό: την προετοιμασία του γαμπρού, της νύφης και του κουμπάρου, το κόψιμο της πίτας, τη μεταφορά των δώρων στη νύφη, την πομπή του γαμπρού προς το σπίτι της νύφης με τη συνοδεία γκάιντας και νταχαρέδων και τη συνέχιση της πομπής από κοινού προς την πλατεία. Η παρωδία της τελετής γίνεται το απόγευμα στην πλατεία, από άνδρα μεταμφιεσμένο σε ιερέα, «αποκαλύπτεται» το πρόσωπο της νύφης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι καλυμμένο και στήνεται γαμήλιος χορός.
Παράλληλα, τελείται το δρώμενο των «Αρκούδων», ανδρών που καλύπτουν όλο το σώμα και το κεφάλι με προβιές αιγοπροβάτων. Δένουν μπροστά στη μέση ένα κουδούνι («τρακαρντάκι»), το οποίο χτυπούν με τα χέρια και αναπηδούν, αναπαριστώντας τη γενετήσια πράξη. Επικεφαλής της ομάδας είναι ο «αρχιαρκουδιάρης», ο οποίος κατευθύνει τις «αρκούδες» με ένα ντέφι, βωμολοχεί και προσπαθεί να ελέγξει τα επεισόδια γενετήσιας ορμής τους, «τιθασεύοντας» με σατυρικό μιμικό τρόπο τις γονιμικές δυνάμεις της φύσης. Οι «αρκούδες» βγαίνουν στους δρόμους του χωριού και κατευθύνονται προς την πλατεία όπου συναντούν το χορό του γάμου. Τελούν εικονικό όργωμα και σπορά με ένα αλέτρι στο οποίο ο αρκουδιάρης ζεύει δύο «αρκούδες», μιμική πράξη που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της επιτυχίας της σοδειάς. Το σκηνικό συμπληρώνουν και άλλες μεταμφιέσεις, όπως ο «γύφτος», ο «αστυνόμος», ο «νοσοκόμος», οι οποίοι αστειευόμενοι πειράζουν τον κόσμο και προκαλούν γέλιο. Η εύθυμη ατμόσφαιρα διασκέδαζε στο παρελθόν την αγωνία του ανθρώπου στη μεταβατική αυτή περίοδο από τη μια παραγωγική εποχή στην άλλη και σήμερα εκφορτίζει την ένταση της συλλογικής ζωής.
Η ίδια μέρα ήταν, επίσης, έως το πρόσφατο παρελθόν, η μέρα της «μπάμπως», δηλαδή, της μαμής («μπάμπιντεν»). Οι γυναίκες που είχαν γεννήσει τον τελευταίο χρόνο πήγαιναν στο σπίτι της μαμής, της προσέφεραν σαπούνι, μια κανάτα με νερό, πετσέτα, μαντήλια, τσουράπια και ένα ζυμωτό ψωμί, της φιλούσαν το χέρι και της έχυναν νερό για να πλύνει τα χέρια της. Εκείνη τις καλούσε μέσα στο σπίτι και προσέφερε γεύμα. Με τον τρόπο αυτό οι γυναίκες εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους για την πολύτιμη βοήθεια της μαμής για να έλθει η νέα ζωή στον κόσμο.
Και με αυτά τα δρώμενα, ο άνθρωπος της προνεωτερικής κοινωνίας ευελπιστούσε να εξασφαλίσει την καλή χρονιά, υγεία, άφθονη σοδειά και αναπαραγωγικό πλούτο για τον ίδιο και τα ζωντανά.
ΠΗΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΑ : Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας- Θράκης