Οι μορφές που κυριαρχούν στις καρναβαλικές εκδηλώσεις της Σκύρου είναι εκείνες του Γέρου, της Κορέλας και του Φράγκου. Ο Γέρος φορά την χαρακτηριστική μάλλινη κάπα των βοσκών γυρισμένη ανάποδα, με το τριχωτό μέρος προς τα έξω , στοιχείο που σε συνδυασμό με την προσωπίδα από τομάρι μικρού ζώου που καλύπτει το πρόσωπο ,του προσδίδει μια ιδιαίτερη αγριότητα. Η κουκούλα της κάπας , στερεωμένη με το ζωνάρι , καλύπτει την κεφαλή, ενώ την ενδυμασία συμπληρώνει το μάλλινο παντελόνι( κοντοβράτσι), οι άσπρες υφαντές κάλτσες και τα χαρακτηριστικά πέτσινα σανδάλια των βοσκών του νησιού , τα λεγόμενα «τροχάδια». Στη ράχη του παραχώνει κουρέλια ή ένα παλιό μαξιλάρι ώστε να δίνει την εντύπωση ότι έχει καμπούρα. Στο ένα χέρι κρατά το ξύλινο κυρτό βοσκοράβδι και στο άλλο ένα ταγάρι με αλεύρι ή πίτουρα, αναγκαίο για την αναμέτρηση του με τον κόσμο , στο δρόμο προς την πλατεία. Εκείνο όμως που σκορπά τον φόβο και το δέος στο πέρασμα του είναι ο ήχος από τα 50-60 κουδούνια που είναι στερεωμένα επάνω του με ξύλινους κρίκους περασμένους από ένα σχοινί, το «λιτάρι», ώστε να κρέμονται ελεύθερα και να βροντούν καθώς προχωρά στα στενά με ρυθμικούς βηματισμούς. Οι ερμηνείες σχετικά με τις απαρχές αυτής της μεταμφίεσης ποικίλλουν. Ο θρύλος θέλει έναν απερίσκεπτο τσοπάνη να εμφανίζεται στην πλατεία του χωριού, ντυμένος με τα δέρματα των ζώων που χάθηκαν στη βαρυχειμωνιά ,φορτωμένος τα κουδούνια του κοπαδιού και συνοδευόμενος από την ντυμένη με κουρέλια γυναίκα του. Το πιο πιθανό ωστόσο είναι οι ρίζες της ερμηνείας να πηγαίνουν πιο βαθιά και να συνδέονται με τις Διονυσιακές γονιμικές τελετουργίες.
Ο Γέρος συνοδεύεται από την κορέλα , έναν άντρα ντυμένο με την Σκυριανή γυναικεία ενδυμασία. Από κάτω φορά μια κεντητή φούστα την «σκούτα» , την οποία καλύπτει ένα άσπρο μεσοφόρι και μια κεντημένη ποδιά. Στο πάνω μέρος του σώματος φορά μεταξωτή πουκαμίσα και από πάνω χρυσοΰφαντο γιλέκο (μεντενέ). Στα πόδια φορά κι αυτή τροχάδια ίδια με εκείνα του γέρου, ενώ στο χέρι κρατά ένα μαντήλι που κουνά ρυθμικά στο σκοπό του αποκριάτικου σκοπού , γνωστού και ως σκοπού της κορέλας. Την εικόνα συμπληρώνει ο Φράγκος , ένας νεαρός άντρας ντυμένος με παλιά «Ευρωπαϊκά» ρούχα. Στη μέση του έχει κρεμασμένο ένα τσοπάνικο κουδούνι ενώ στο χέρι κρατά μια μπουρού με την οποία πειράζει τους περαστικούς. Παλαιότερη παράδοση θέλει στο καρναβάλι να παίρνουν μέρος και οι Νυφάδες , άντρες νεαρής ηλικίας ντυμένοι με τις νυφικές φορεσιές , οι οποίοι γύριζαν στα σοκάκια του νησιού τελώντας υπό την προστασία ενός οπλισμένου, μεταμφιεσμένου άνδρα του Γιανιτσάρη.
Σχηματίζοντας μικρές ομάδες οι Γέροι και οι Κορέλες περιδιαβαίνουν τα σοκάκια της Χώρας το Σαββάτο το βράδυ και το πρωί της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς. Το πέρασμα τους είναι ορμητικό καθώς το βάρος των κουδουνιών που κουβαλούν ξεπερνά τα 50 κιλά. Στα πλατώματα και τα ξέφωτα στέκονται για να πάρουν μια ανάσα . Εκεί οι Κορέλες αρχίζουν το τραγούδι τους ενώ οι Γέροι στηριγμένοι στα ραβδιά τους , κουνούν τη μέση ρυθμικά , συνοδεύοντας τον στίχο με τον εκκωφαντικό ήχο των κουδουνιών. Το απόγευμα της Κυριακής οι πιο γεροδεμένοι από αυτούς, οι επονομαζόμενοι και Λεβεντόγεροι, θα τολμήσουν να πάρουν τον ανήφορο για το Κάστρο που οδηγεί στην εκκλησία του Αϊ-Γιώργη , προστάτη και φύλακα του νησιού και να χτυπήσουν την καμπάνα του , σημάδι πως το δρώμενο έφθασε στο τέλος του και ήρθε η ώρα να αποσυρθούν.
ΠΗΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΑ : Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας- Θράκης